λοισθήϊος

λοισθήϊος

λοισθήϊος, ον, ep. = λοίσϑιος; λοισϑήϊονἄεϑλον, Kampfpreis für den Letzten, Il. 23, 785; so auch ohne subst., λοισϑήϊ' ἔϑηκεν, zu nehmen, ib. 751.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοισθήιος — λοισθήϊος, ον (Α) [λοίσθος (I)] αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή είναι προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ ἄεθλον» πήρε το τελευταίο βραβείο, Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • λοισθήιον — λοισθήιος of masc/fem acc sg λοισθήιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοισθήια — λοισθήιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοισθήι' — λοισθήια , λοισθήιος of neut nom/voc/acc pl λοισθήιε , λοισθήιος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίσθος — (I) λοῑσθος, ον (Α) έσχατος, ύστατος, λοίσθιος («θάνατος λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < *λοιhισ θFoς, σύνθ. λέξη της οποίας το α συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”