- παρ-αμιλλάομαι
παρ-αμιλλάομαι, im Wetteifer übertreffen, ταύτῃ παρημίλληται τοὺς ἄλλους Pol. 12, 11, 4, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αμιλλάομαι, im Wetteifer übertreffen, ταύτῃ παρημίλληται τοὺς ἄλλους Pol. 12, 11, 4, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.