- λοξ-όφθαλμος
λοξ-όφθαλμος, scheeläugig, Procl. paraphr. p. 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοξ-όφθαλμος, scheeläugig, Procl. paraphr. p. 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντόφθαλμος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει μακριά, μύωπας 2. μτφ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια κατάσταση, ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + (< οφθαλμός), πρβλ. λοξ όφθαλμος … Dictionary of Greek