λημότης, ητος, ἡ, das Triefen der Augen, lippitudo, Schol. Ar. Nubb. 326.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λημότης — λημότης, ητος, ἡ (Α) [λήμη] πόνος ή ερεθισμός τών ματιών … Dictionary of Greek
λημότητος — λημότης soreness of eyes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)