λούστης

λούστης

λούστης, , der sich gern badet, Arist. H. A. 9, 49, B; M. Anton. 1, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λούστης — λούστης, ὁ (Α) 1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά 2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ (πρβλ. λούσ ω, μέλλ. τού λούω) + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

  • λούστης — one fond of bathing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοῦσται — λούστης one fond of bathing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούστας — λούστᾱς , λούστης one fond of bathing masc acc pl λούστᾱς , λούστης one fond of bathing masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”