ληχμός, ὁ, = λῆξις, Antimach. bei E. M. 371, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληχμός — ληχμός, ὁ (Α) λήξη, παύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληγ τού λήγω + κατάλ. μος (το χ αντί γ από επίδραση συναφών λέξεων, όπως τού λαχμός)] … Dictionary of Greek
ληχμόν — ληχμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)