- λοφιήτης
λοφιήτης, ὁ, der Hügelbewohner, Pan, ὦ λοφιῆτα, Agath. 37 (VI, 79); vgl. Lob. zu Phryn. 700.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοφιήτης, ὁ, der Hügelbewohner, Pan, ὦ λοφιῆτα, Agath. 37 (VI, 79); vgl. Lob. zu Phryn. 700.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοφιήτης — λοφιήτης, ὁ (Α) (για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης] … Dictionary of Greek
λοφιῆτα — λοφιήτης dweller on the hills masc voc sg λοφιήτης dweller on the hills masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek