λουτρο-δάϊκτος

λουτρο-δάϊκτος

λουτρο-δάϊκτος, im Bade getödtet, Aesch. Ch. 1067.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυργοδάϊκτος — ον, Α αυτός που καταστρέφει, που συντρίβει πύργους («πολέμους πυργοδαΐκτους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ανδρο δάϊκτος, λουτρο δάϊκτος] …   Dictionary of Greek

  • λουτροδάικτος — λουτροδάϊκτος, ον (Α) αυτός που φονεύθηκε στο λουτρό («λουτροδάϊκτος δ ὤλετ Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδρο δάικτος, πυργο δάικτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”