- λησί-μβροτος
λησί-μβροτος, ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λησί-μβροτος, ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπιθόμβροτος — ὀπιθόμβροτος, ον (Α) αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. τού ὄπισθεν + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί … Dictionary of Greek
μιξόμβροτος — μιξόμβροτος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ ανθρώπινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) + μβροτός (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί μβροτος] … Dictionary of Greek
ολεσίμβροτος — ὀλεσίμβροτος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί μβροτος] … Dictionary of Greek
λησίμβροτος — λησίμβροτος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει την προσοχή τών ανθρώπων, που εξαπατά κρυφά τους ανθρώπους, λαοπλάνος, αγύρτης, απατεώνας, κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λησι (< θ. λησ , πρβλ. λήσω, μέλλ. τού λανθάνω) + μβροτος (< βροτός «θνητός» <… … Dictionary of Greek