- λησμοσύνη
λησμοσύνη, ἡ, das Vergessen, Vergessenheit, κακῶν, neben ἄμπαυμα μερμηράων, Hes. Th. 55; ἐκ μὲν δὴ πολέμων τῶν νῦν ϑέσϑε λησμοσύναν, Soph. Ant. 151, vergesset.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λησμοσύνη, ἡ, das Vergessen, Vergessenheit, κακῶν, neben ἄμπαυμα μερμηράων, Hes. Th. 55; ἐκ μὲν δὴ πολέμων τῶν νῦν ϑέσϑε λησμοσύναν, Soph. Ant. 151, vergesset.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λησμοσύνη — forgetfulness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λησμοσύνῃ — λησμοσύνη forgetfulness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λησμοσύνη — η (Α λησμοσύνη, δωρ. τ. λησμοσύνα) [λήσμων] λήθη, λησμονιά νεοελλ. 1. το να λησμονεί κάποιος, ξέχασμα, ξεχασιά 2. η ιδιότητα τού επιλήσμονα, τού ξεχασιάρη («γεροντική λησμοσύνη») … Dictionary of Greek
λησμοσύνη — η λησμονιά, λήθη, ξεχασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λησμοσύνην — λησμοσύνη forgetfulness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λησμοσύνης — λησμοσύνη forgetfulness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλησμοσύνη — η λησμοσύνη, λησμονιά, λήθη («παρηγοριά ’χει ο θάνατος κι αλησμοσύνη ο χάρος», Δημοτικό). [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθ. + λησμοσύνη] … Dictionary of Greek
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
αλησμονησία — η λησμοσύνη, λησμονιά, ξεχασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. τού ρημ. αλησμονώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλησμονησιάρης] … Dictionary of Greek
αλησμονιά — η [αλησμονώ] 1. λησμονιά, λησμοσύνη, ξεχασιά 2. ο τόπος τής αιώνιας λησμονιάς, ο κάτω κόσμος … Dictionary of Greek
αμνημοσύνη — ἀμνημοσύνη, η (Α) [ἀμνήμων] έλλειψη μνήμης, λησμοσύνη, λήθη … Dictionary of Greek