- θησαυρο-φύλαξ
θησαυρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Schatzbewahrer, -meister; D. Sic. 18, 58; Polyaen. 4, 9, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θησαυρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Schatzbewahrer, -meister; D. Sic. 18, 58; Polyaen. 4, 9, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρποφύλαξ — καρποφύλαξ, κος, ὁ (Α) ο φύλακας τών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + φύλαξ (< φύλάξ < φυλάσσω), πρβλ. αρχειο φύλαξ, θησαυρο φύλαξ] … Dictionary of Greek
κειμηλιοφύλαξ — κειμηλιοφύλαξ, ὁ (Α) ο κειμηλιάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιο(ν) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμο φύλαξ, θησαυρο φύλαξ] … Dictionary of Greek
κηνσοφύλαξ — κηνσοφύλαξ, ακος, ό (ΑΜ) ο φύλακας τών κήνσων, φορολογικός υπάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆνσος (< λατ. census) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. αρχειο φύλαξ, θησαυρο φύλαξ. Απόδοση τού λατ. custos census] … Dictionary of Greek
κνωδακοφύλαξ — κνωδακοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) ο φύλακας τού άξονα τής ουράνιας σφαίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, ακ ος + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο φύλαξ, νυκτο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
ρισκοφύλαξ — ακος, ὁ, Α θησαυροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίσκος «κιβώτιο» + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
σιτοφύλακας — ο / σιτοφύλαξ, ακος, ΝΑ αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη φύλαξη τών σιταποθηκών αρχ. στον πληθ. οἱ σιτοφύλακες (κυρίως στην Αθήνα) κληρωτή αρχή την οποία αποτελούσαν αρχικά τρία και αργότερα πέντε πρόσωπα και η οποία είχε ως έργο την καταγραφή… … Dictionary of Greek
χρυσοφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΜΑ ως επίθ. αυτός που φυλάγει, που προστατεύει από κλοπή τον χρυσό («τοὺς χρυσοφύλακας γρῡπας», Ηρόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. (στους Δελφούς) θησαυροφύλακας, ταμίας 2. φρ. «θύλακος χρυσοφύλαξ» βαλάντιο, θήκη για τη φύλαξη τών… … Dictionary of Greek