θησαυρός

θησαυρός

θησαυρός, ὁ (τίϑημι), 1) Ort zum Einsammeln u. Aufbewahren, Vorraths-, Schatzkammer; Her. 2, 150 u. öfter; bes. χρημάτων, 9, 106; καὶ ταμιεῖον Plat. Rep. VIII, 548 a; Xen. An. 5, 3, 5 ὁ ἐν Δελφοῖς τῶν Ἀϑηναίων ϑησ.; solche Zimmer mit den Weihgeschenken der einzelnen Städte, nach diesen benannt, erwähnt Strab. IX, 3; Plut. Philop. 19; ἀνοίξαντες ϑησαυρούς Matth. 2, 11; auch βελέεσσιν, vom Köcher, Aesch. Pers. 981. – 2) das Aufbewahrte selbst, der Vorrath, Schatz, Aesch. Pers. 234 u. Folgde; χρημάτων καὶ τιμῶν Piat. Menex. 247 b; oft übertr., γλώσσηςφειδωλῆς Hes. O. 717; ὕμνων Pind. P. 6, 8; κακῶν Eur. Ion 923; σοφίας Plat. Phil. 15 e; das, worüber man sich freu't; so nennt Soph. Ant. 30 einen Leichnam οἰωνοῖς γλυκὺς ϑ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θησαυρός — store masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • θησαυρός — ο 1. πολλά πλούτη: Θησαυροί του Κροίσου. – Κέρδισε ολόκληρο θησαυρό. 2. χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκονται κάπου κρυμμένα: Ανακάλυψε θησαυρό. 3. πλούτος πνευματικών ή ηθικών αγαθών: Θησαυρός γνώσεων ή σοφίας. 4. άνθρωπος ανώτερος, με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης — Τίτλος πολύτομου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, που έγραψε και δημοσίευσε το 1572 ο γνωστός Γάλλος φιλόλογος και εκδότης Ανρί Ετιέν, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ερρίκος Στέφανος. Περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 λέξεις (πολλές από… …   Dictionary of Greek

  • θησαυροῖο — θησαυρός store masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροῖς — θησαυρός store masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροῖσι — θησαυρός store masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροί — θησαυρός store masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροῦ — θησαυρός store masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρούς — θησαυρός store masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρέ — θησαυρός store masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”