θηρᾱτικός

θηρᾱτικός

θηρᾱτικός, zur Jagd gehörig, Plut. u. A.; τὰ ϑηρατικὰ τῶν φίλων, Künste, Freunde zu gewinnen, Xen. Mem. 2, 6, 33; – jagdlustig, Plut. sol. an. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηρατικός — θηρατικός, ή, όν (Α) [θηρατής] 1. κυνηγετικός 2. (για τα ίχνη που αφήνουν τα ζώα) αυτός που ανήκει στα θηρία, στα ζώα («θηρατικὰ σημεῑα», Πλάτ.) 3. μτφ. κατάλληλος για το κυνήγι ή για την προσέλκυση («τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων» τα τεχνάσματα με τα… …   Dictionary of Greek

  • θηρατικός — θηρᾱτικός , θηρατικός given by the hunter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικά — θηρᾱτικά , θηρατικός given by the hunter neut nom/voc/acc pl θηρᾱτικά̱ , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc/acc dual θηρᾱτικά̱ , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικῶν — θηρᾱτικῶν , θηρατικός given by the hunter fem gen pl θηρᾱτικῶν , θηρατικός given by the hunter masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικόν — θηρᾱτικόν , θηρατικός given by the hunter masc acc sg θηρᾱτικόν , θηρατικός given by the hunter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατήριος — θηρατήριος, ία, ον (Α) [θηρατήρ] 1. θηρατικός* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον εργαλείο θήρας, κυνηγιού …   Dictionary of Greek

  • θηρατικαῖς — θηρᾱτικαῖς , θηρατικός given by the hunter fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικαί — θηρᾱτικαί , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικοῖς — θηρᾱτικοῖς , θηρατικός given by the hunter masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικοί — θηρᾱτικοί , θηρατικός given by the hunter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικοῦ — θηρᾱτικοῦ , θηρατικός given by the hunter masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”