- θοραῖος
θοραῖος, zum Saamen gehörig, Nic. Ther. 583. Bei Lycophr. 352 Beiname des Apollon, nach den Schol. γεννητικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοραῖος, zum Saamen gehörig, Nic. Ther. 583. Bei Lycophr. 352 Beiname des Apollon, nach den Schol. γεννητικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοραίος — θοραῑος, αία, ον (Α) [θορός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θορόν*, δηλ. στο σπέρμα, αυτός που περιέχει σπέρμα 2. ως κύριο όν. ὁ Θοραῑος επίθ. τού Απόλλωνος ως θεού τής αύξησης … Dictionary of Greek
θοραίην — θοραῖος containing the semen fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορώδης — θορώδης, ες (Α) [θορός] θοραίος* … Dictionary of Greek