- θηρο-κτόνος
θηρο-κτόνος, Wild tödtend, κύνες Eur. Hel. 153, Artemis I. A. 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρο-κτόνος, Wild tödtend, κύνες Eur. Hel. 153, Artemis I. A. 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θανατοκτόνος — θανατοκτόνος, ον (Α) αυτός που νικά τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. θηρο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θυμοκτόνος — θυμοκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει την ψυχή, αυτός που φθείρει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο κτόνος, θηρο κτόνος] … Dictionary of Greek