- θηρο-φόνος
θηρο-φόνος, bei Theogn. 11 u. Ar. Th. 320 Artemis ϑηροφόνη, Wild tödtend; κύνες Eur. Hipp. 216, wie Diod. 7 (VI, 348); χεῖρες Archi. 27 (Plan. 94); Artemis Eur. Herc. Fur. 378.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρο-φόνος, bei Theogn. 11 u. Ar. Th. 320 Artemis ϑηροφόνη, Wild tödtend; κύνες Eur. Hipp. 216, wie Diod. 7 (VI, 348); χεῖρες Archi. 27 (Plan. 94); Artemis Eur. Herc. Fur. 378.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυφόνος — ἰχθυφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει, που αλιεύει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, θηρο φόνος] … Dictionary of Greek
συοφόνος — ον, Α αυτός που φονεύει αγριόχοιρους («συοφόνος λόγχη», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φόνος (< φόνος), πρβλ. θηρο φόνος, ταυρο φόνος] … Dictionary of Greek
λαγωφόνος — και λαγωοφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + φόνος (< θείνω), πρβλ. θηρο φόνος, καπρο φόνος] … Dictionary of Greek
λαθροφονευτής — λαθροφονευτής, ό, και λαθροφόνος, ον (Α) αυτός που δολοφονεί κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + φονευτής. Ο τ. λαθροφόνος < λάθρα + φόνος (πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος)] … Dictionary of Greek
λαοφόνος — λαοφόνος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φόνος (< θείνω* «φονεύω»), πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος] … Dictionary of Greek
μαχαιροφόνος — μαχαιροφόνος, ὁ (Α) αυτός που φονεύει με μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + φόνος (πρβλ. θηρο φόνος, ταυρο φόνος)] … Dictionary of Greek
ξενοφόνος — ξενοφόνος, ιων. τ. ξεινοφόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει τους ξένους 2. φρ. «ξενοφόνοι τιμαί» τιμές που αποδίδονταν σε όσους φόνευαν ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ξεῖνος + φόνος (< φόνος < θείνω*), πρβλ. θηρο φόνος] … Dictionary of Greek
θυμοφονώ — θυμοφονῶ, έω (Α) πεθαίνω, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + φονώ (< φονος < φόνος), πρβλ. δολο φονώ, θηρο φονώ] … Dictionary of Greek