- θηρ-αγρευτής
θηρ-αγρευτής, ὁ, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρ-αγρευτής, ὁ, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηραγρευτής — θηραγρευτής, ὁ (Μ) θηραγρέτης, κυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αγρευτής (< αγρεύω)] … Dictionary of Greek