- θηριο-μάχος
θηριο-μάχος, ὁ, Thierkämpfer; Herakles, Luc. Lexiph. 19; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριο-μάχος, ὁ, Thierkämpfer; Herakles, Luc. Lexiph. 19; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
οπλομάχος — ο (Α ὁπλομάχος, ον) οπλομάχος αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων γενικά, την οπλομαχία, σε αντιδιαστολή προς τον δάσκαλο τής ξιφασκίας νεοελλ. ο ασκημένος στη χρήση τών αγχέμαχων ιδίως όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα αρχ. 1. πολεμιστής… … Dictionary of Greek