- θηριο-μιγής
θηριο-μιγής, ές, mit einer Thiergestalt (vermischt), Tzetz. ad Lyc. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριο-μιγής, ές, mit einer Thiergestalt (vermischt), Tzetz. ad Lyc. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριομιγής — θηριομιγής, ές (Μ) ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το άλλο ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μιγής (< μείγνυ μι), πρβλ. α μιγής, παμ μιγής] … Dictionary of Greek
ιππομιγής — ἱππομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ ίππος και κατά το ήμισυ άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ μίγ ην), πρβλ. θηριο μιγής, ορνεο μιγής] … Dictionary of Greek
μεταλλομιγής — ές φρ. «μεταλλομιγής λίθος» (ορυκτ.) λίθος αναμεμιγμένος ή εμποτισμένος με μετάλλευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. θηριο μιγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
ορνεομιγής — ὀρνεομιγής, ές (Μ) αυτός που έχει μορφή ορνέου και ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + μιγὴς (< μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. θηριο μιγής] … Dictionary of Greek
θηρομιγής — θηρομιγής, ές (Α) 1. (για τους Κενταύρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θηρίο 2. όμοιος με τών θηρίων («θηρομιγής ὠρυγή» κραυγή που μοιάζει με αυτήν τού θηρίου, Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] … Dictionary of Greek