- θορικός
θορικός, zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, πόρος, Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θορικός, zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, πόρος, Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Θορικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορικός — Αρχαίος δήμος της Αττικής στη Λαυρεωτική. Περιλάμβανε την πεδιάδα του Θ., τον λόφο Βελλατούρι και τη χερσόνησο του Αγίου Νικολάου, με τα δύο λιμάνια, το Φραγκολίμανο (Βρυσάκι) στα Β και το Πόρτο Μανδρί στα Ν. Τα λιμάνια του Θ. χρησιμοποιούνταν… … Dictionary of Greek
θορικά — θορικός of neut nom/voc/acc pl θορικά̱ , θορικός of fem nom/voc/acc dual θορικά̱ , θορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορικόν — θορικός of masc acc sg θορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θορικοί — Θορικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορικοί — θορικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θορικοῦ — Θορικός of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορικοῦ — θορικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θορικούς — Θορικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορικούς — θορικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)