- θηρό-μικτος
θηρό-μικτος, = ϑηριομιγής; δαίμων, Lycophr. 962.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρό-μικτος, = ϑηριομιγής; δαίμων, Lycophr. 962.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιρινόμικτος — ἰρινόμικτος, ον (Α) αναμεμιγμένος με λάδι τού φυτού ίρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴρινος + μικτος (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, οιωνό μικτος] … Dictionary of Greek
κοινόμικτος — κοινόμικτος, ον (Μ) αναμεμιγμένος με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μικτος (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. αλί μικτος, θηρό μικτος] … Dictionary of Greek
οιωνόμικτος — οἰωνόμικτος, ον (Α) αυτός που είναι ως προς το ήμισυ οιωνός («οἰωνόμικτον μοῑραν», λυκόφρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μικτός (< μικτός < μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, ορνεό μικτος] … Dictionary of Greek
υδατόμικτος — η, ο / ὑδατόμ(ε)ικτος, ον, ΝΜ υδατομιγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + μ(ε)ικτος (< μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος] … Dictionary of Greek