παρ-ανα-τέλλω

παρ-ανα-τέλλω

παρ-ανα-τέλλω, daneben aufgehen, sich zeigen, παραντέλλοντι λοετρῷ Leont. Schol. 15 (IX, 614).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανατέλλω — (Α ἀνατέλλω) (αμτβ.) 1. υψώνομαι, ανέρχομαι 2. (για ουράνια σώματα) υψώνομαι, αναφαίνομαι στο στερέωμα, προβάλλω αρχ. 1. αναδίδω, κάνω να φυτρώσει 2. γεννώ, φέρνω στο φως 3. (για ποταμούς) πηγάζω 4. αυξάνομαι, μεγαλώνω 5. φανερώνομαι, γεννιέμαι 6 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”