- θορυβητικός
θορυβητικός, Lärm, Unruhe machend, dazu geneigt, Ar. Equ. 1377.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θορυβητικός, Lärm, Unruhe machend, dazu geneigt, Ar. Equ. 1377.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θορυβητικός — θορυβητικός, όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) [θορυβώ] αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ ἄριστα τοῡ θορυβητικοῡ» και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ) … Dictionary of Greek
θορυβητικῶν — θορυβητικός uproarious fem gen pl θορυβητικός uproarious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβητικόν — θορυβητικός uproarious masc acc sg θορυβητικός uproarious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβητικοῦ — θορυβητικός uproarious masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek