- ληπτικός
ληπτικός, zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευϑέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληπτικός, zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευϑέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληπτικός — ληπτικός, ή, όν (Α) [ληπτός] 1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι 2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό … Dictionary of Greek
ληπτικός — disposed to accept masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληπτικόν — ληπτικός disposed to accept masc acc sg ληπτικός disposed to accept neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληπτικαί — ληπτικός disposed to accept fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληπτικοί — ληπτικός disposed to accept masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληπτική — ληπτικός disposed to accept fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληπτικῷ — ληπτικός disposed to accept masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Антидепрессанты — Антидепрессанты психотропные лекарственные средства, применяемые прежде всего для лечения депрессии. У депрессивного больного они улучшают настроение, уменьшают или снимают тоску, вялость, апатию, тревогу и эмоциональное напряжение,… … Википедия
organoléptico — ► adjetivo Se aplica a la propiedad de los cuerpos que puede ser percibida por los sentidos. * * * organoléptico, a (del gr. «órganon», órgano, y «lēptikós», receptivo) adj. Se aplica a las propiedades o accidentes de las cosas que pueden ser… … Enciclopedia Universal
δανειοληπτικός — ή, ό φρ. «δανειοληπτική ικανότητα» η φερεγγυότητα ατόμου, οργανισμού ή χώρας που επιτρέπει τη σύναψη δανείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάνειο + ληπτικός < λαμβάνω] … Dictionary of Greek
επαναληπτικός — ή, ό 1. αυτός που επαναλαμβάνεται, που γίνεται για δεύτερη ή πολλοστή φορά («επαναληπτικές εκλογές») 2. αυτός που εκτελεί κάτι κατ επανάληψη («επαναληπτικό όπλο») 3. «επαναληπτική αντωνυμία» η αντωνυμία αὐτός, ή, ό, η οποία δηλώνει ουσιαστικό που … Dictionary of Greek