- λαίθαργος
λαίθαργος, = λήϑαργος, Soph. frg. 902 bei Schol. Ar. Equ. 1028, κύων. Vgl. λάϑαργος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαίθαργος, = λήϑαργος, Soph. frg. 902 bei Schol. Ar. Equ. 1028, κύων. Vgl. λάϑαργος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαίθαργος — και λάθαργος, ον (Α) 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ύπουλα, χωρίς να γαυγίσει, κρυφοδαγκανιάρης 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λήθαργος και πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ., κατά τους εκφραστικούς τ. που… … Dictionary of Greek
λαίθαργος — biting secretly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιθάργως — λαίθαργος biting secretly adverbial λαίθαργος biting secretly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίθαργον — λαίθαργος biting secretly masc/fem acc sg λαίθαργος biting secretly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιθάργους — λαίθαργος biting secretly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιθάργῳ — λαίθαργος biting secretly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίθαργοι — λαίθαργος biting secretly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθαργος — λάθαργος, ὁ (Α) 1. ξύσμα δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ» 3. λαίθαργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
λαικάζω — (Α) 1. πορνεύω («βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις..., ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ 3. φρ. απρόσ. «οὐχὶ λαικάσει;» λεγόταν ως υβριστική έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τής λ. ληκῶ με αι (πρβλ.… … Dictionary of Greek