- θνηξιμαῖος
θνηξιμαῖος, = ϑνησιμαῖος, Clem. Al. paed. 2, 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θνηξιμαῖος, = ϑνησιμαῖος, Clem. Al. paed. 2, 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θνηξιμαίος — θνηξιμαῑος, ία, ον (Α) θνησιμαίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θνησιμαίος*] … Dictionary of Greek