λαλιά — λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιός neut nom/voc/acc pl λαλιά̱ , λαλιός fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιᾷ — λαλιά talk fem dat sg (attic doric aeolic) λαλιή talk fem dat sg (attic doric aeolic) λαλιός fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιά — η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ) νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες τού κράχτη πετεινού τη… … Dictionary of Greek
λαλιά — η φωνή, ομιλία, κελάδημα: Από το φόβο έχασε τη λαλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαλιάν — λαλιά̱ν , λαλιά talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιή talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιάς — λαλιά̱ς , λαλιά talk fem acc pl λαλιά̱ς , λαλιή talk fem acc pl λαλιά̱ς , λαλιός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιαῖς — λαλιά talk fem dat pl λαλιή talk fem dat pl λαλιός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιαί — λαλιά talk fem nom/voc pl λαλιή talk fem nom/voc pl λαλιός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιᾶς — λαλιά talk fem gen sg (attic doric aeolic) λαλιή talk fem gen sg (attic doric aeolic) λαλιός fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιῆς — λαλιά talk fem gen sg (epic ionic) λαλιή talk fem gen sg (epic ionic) λαλιός fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιῇ — λαλιά talk fem dat sg (epic ionic) λαλιή talk fem dat sg (epic ionic) λαλιός fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)