- θαλερο-ποιός
θαλερο-ποιός, grünen und blühen machend, Schol. Hes. Th. 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλερο-ποιός, grünen und blühen machend, Schol. Hes. Th. 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλεροποιός — θαλεροποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάτι θαλερό, ζωηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιός, ζωο ποιός] … Dictionary of Greek