- θαλασσο-νόμος
θαλασσο-νόμος, meerbeweidend, im Meere lebend; κόγχαι Empedocl. bei Plut. Symp. 1, 2, 5; ἵπποι, Seepferde, Nonn. D. 37, 265.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-νόμος, meerbeweidend, im Meere lebend; κόγχαι Empedocl. bei Plut. Symp. 1, 2, 5; ἵπποι, Seepferde, Nonn. D. 37, 265.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσονόμος — θαλασσονόμος, ον (Α) αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα («κόγχαι θαλασσονόμοι» κοχύλια). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, βου νόμος] … Dictionary of Greek
μαστιγονόμος — μαστιγονόμος, ον (Α) κατώτερο αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση τής τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσο… … Dictionary of Greek