- θαλασσο-βραχής
θαλασσο-βραχής, ές, meerbenetzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-βραχής, ές, meerbenetzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιβραχής — ἡμιβραχής και ἡμιβρεχής –ὲς (Α) 1. μισοβρεγμένος, μισομουσκεμένος («ἡμιβραχὴς γῆ», θεόφρ.) 2. διάβροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βραχής (< βρέχω), πρβλ. θαλασσο βραχής, μυρο βραχής] … Dictionary of Greek
θαλασσοβραχής — θαλασσοβραχής, ές (Α) βρεγμένος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βραχής (< βρέχω, πρβλ. παθ. αόρ. ε βράχ ην), πρβλ. ελαιο βραχής, μυρο βραχής] … Dictionary of Greek