- θαλασσό-κλυστος
θαλασσό-κλυστος, meerbespült, Schol. Soph. Ai. 686.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσό-κλυστος, meerbespült, Schol. Soph. Ai. 686.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσόκλυστος — θαλασσόκλυστος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται τοποθετημένος πάνω στην ακτή και σκεπάζεται από τα κύματα τη στιγμή που σπάνε. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κλυστος (< κλύζω «κατακλύζω»), πρβλ. αλί κλυστος, ποταμό κλυστος] … Dictionary of Greek
κηρόκλυστος — κηρόκλυστος, ον (Α) πάπ. επιχρισμένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κλυστος (< κλυζω «περιβρέχω, σκεπάζω»), πρβλ. θαλασσό κλυστος, ποταμό κλυστος] … Dictionary of Greek
πολύκλυστος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που κατακλύζει πολύ, που περιβρέχει πολύ, τρικυμιώδης («νῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που κατακλύζεται πολύ, που περιβρέχεται πολύ από τα κύματα («πολυκλύστῳ ἐνί Κύπρῳ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
χρυσόκλυστος — ον, Α εσωτερικά επίχρυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κλυστος (< κλύζω «κατακλύζω»), πρβλ. θαλασσό κλυστος] … Dictionary of Greek