- θαλασσό-πληκτος
θαλασσό-πληκτος, meergeschlagen, νῆσος Aesch. Pers. 307, v. l. -πλακτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσό-πληκτος, meergeschlagen, νῆσος Aesch. Pers. 307, v. l. -πλακτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιόπληκτος — η, ο ο καμένος από τον ήλιο, ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σεισμό πληκτος] … Dictionary of Greek
ηλόπληκτος — ἡλόπληκτος, ον (Μ) ο πληγωμένος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ πληκτος, θαλασσό πληκτος] … Dictionary of Greek
θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] … Dictionary of Greek
κυνόπληκτος — κυνόπληκτος, ον (Α) αυτός που δαγκώθηκε από σκύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, φρενό πληκτος] … Dictionary of Greek
λινόπληκτος — και λινόπληγος, ον και λινοπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) (κυρίως για ζώα που πιάστηκαν σε παγίδα και διέφυγαν) αυτός που φοβάται, που αποφεύγει τα δίχτια ή τις παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. αλί πληκτος, θαλασσό πληκτος. Ο τ.… … Dictionary of Greek
πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… … Dictionary of Greek
σαννιόπληκτος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιόπληκτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάννιον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, φρενό πληκτος] … Dictionary of Greek
σορόπληκτος — ον, Α σοροδαίμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σιδηρό πληκτος] … Dictionary of Greek
φρενόπληκτος — η, ο / φρενόπληκτος, ον, ΝΑ φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σιδηρό πληκτος] … Dictionary of Greek
χαλκόπληκτος — και δωρ. τ. χαλκόπλακτος, ον, Α (για τον πολεμικό πέλεκυ) αυτός που πλήττει με χάλκινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σιδηρό πληκτος] … Dictionary of Greek
μαστιγόπληκτος — μαστιγόπληκτος, ον (Μ) αυτός ο οποίος έχει μαστιγωθεί, ο μαστιγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θαλασσό πληκτος] … Dictionary of Greek