- θαλύπτω
θαλύπτω, dasselbe, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλύπτω, dasselbe, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλύπτω — (Α) θάλπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θαλυκρός] … Dictionary of Greek
ακροθάλυπτος — ἀκροθάλυπτος, ον (Α) αυτός που έχει καεί στην άκρη, ελαφρά καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + θαλύπτω «θερμαίνω, ανάπτω, φλέγω»] … Dictionary of Greek