- θαλυκρός
θαλυκρός, warm, erhitzend; ϑαλ. κέντρον ἐρωμανίης Agath. 15 (V, 220); Suid. erkl. διάπυρος. Uebertr., hitzig, leidenschaftlich, verwegen, auch frech, Hesych., der sogar ἀναιδές, πανοῦργον dafür setzt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλυκρός, warm, erhitzend; ϑαλ. κέντρον ἐρωμανίης Agath. 15 (V, 220); Suid. erkl. διάπυρος. Uebertr., hitzig, leidenschaftlich, verwegen, auch frech, Hesych., der sogar ἀναιδές, πανοῦργον dafür setzt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλυκρός — θαλυκρός, ά, όν (Α) θερμός, διάπυρος («θαλυκρὸν κέντρον ἐρωτομανίης» καυτό κεντρί ερωτικής μανίας). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το κ στο θ. ανάγεται πιθ. σε ένα ΙΕ χειλοϋπερωικό qw (πρβλ. θάλπω). Οι τ. θαλύψαι, θαλύ < πτ > εσθαι αποτελούν… … Dictionary of Greek
θαλυκρός — hot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλυκρόν — θαλυκρός hot masc acc sg θαλυκρός hot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυκρός — ἁλυκρὸς ά, όν (Α) θερμός, χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἁλέα (Ι), και πλάστηκε κατά τον τ. θαλυκρὸς ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό τής λ. σε θ’ ἁλυκρός. Οπωσδήποτε η άποψη αυτή είναι προβληματική, γιατί… … Dictionary of Greek
θαλυκρούμαι — θαλυκροῦμαι (Α) [θαλυκρός] ψεύδομαι … Dictionary of Greek
θαλύπτω — (Α) θάλπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θαλυκρός] … Dictionary of Greek