- θνητότης
θνητότης, ητος, ἡ, das sterbliche Wesen, die Sterblichkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θνητότης, ητος, ἡ, das sterbliche Wesen, die Sterblichkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θνητότης — mortality fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνητότητα — θνητότης mortality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνητότητι — θνητότης mortality fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνητότητος — θνητότης mortality fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνητότητα — η (ΑΜ θνητότης) η ιδιότητα τού θνητού, το να είναι κανείς θνητός νεοελλ. ιατρ. ο αριθμός τών θανάτων από μια νόσο σε σχέση με τον αριθμό τών περιπτώσεων νοσήσεως από τη νόσο αυτή, επί τοις εκατό ή επί τοις χιλίοις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός. Η λ. ως… … Dictionary of Greek