- θνησιμαῖος
θνησιμαῖος, Gestorbene betreffend, bes. von verrecktem Vieh; Sp.; Schol. Ar. Av. 537 erkl. κενέβρεια, τὰ ϑνησιμαῖα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θνησιμαῖος, Gestorbene betreffend, bes. von verrecktem Vieh; Sp.; Schol. Ar. Av. 537 erkl. κενέβρεια, τὰ ϑνησιμαῖα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θνησιμαίος — α, ο (ΑΜ θνησιμαῑος, αία, ον) νεκρός, ψόφιος («θνησιμαία κρέατα» κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει) νεοελλ. ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσιμος + επίθημα αίος* (πρβλ. αυλ αίος, θαλαμ αίος)] … Dictionary of Greek
θνησιμαίος — α, ο 1. ετοιμοθάνατος, ψόφιος: Θνησιμαίο ζώο. 2. το ουδ. ως ουσ., το θνησιμαίο, ψοφίμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θνησιμαίων — θνησιμαῖος fem gen pl θνησιμαῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησιμαίοις — θνησιμαῖος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησιμαίου — θνησιμαῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησιμαίους — θνησιμαῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησιμαίῳ — θνησιμαῖος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνηξιμαίος — θνηξιμαῑος, ία, ον (Α) θνησιμαίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θνησιμαίος*] … Dictionary of Greek
νεκριμαίος — νεκριμαῑος, αία, ον (Α) 1. νεκρικός, θνησιμαίος 2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῑον το θνησιμαίο, το πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. ιμαῖος (< ιμος και αῖος), πρβλ. κοινων ιμαίος, υποβολ ιμαίος) … Dictionary of Greek
ψοφίμι — το, Ν 1. πτώμα, κουφάρι ζώου 2. α) άτομο κάτισχνο και εξαντλημένο β) άνθρωπος ψοφοδεής, δειλός, φοβητσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από τον πληθ. ψοφίμια (πρβλ. θαλάμια > θαλάμι, καλάμια > καλάμι) τού αμάρτυρου *ψοφίμιο(ν) < *ψοφιμαίον (< … Dictionary of Greek
ՄԵՌԵԼՈՏԻ — (տւոյ, տւոց կամ տեաց.) NBH 2 0251 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 9c, 12c գ. θνησιμαῖον morticinum. Մեռեալն կենդանւոյն. դի. գէշ. շաղիղ. դիակունք, եւ դիք հեթանոսաց. *Մերձեսցի ʼի մեռելոտի կամ ʼի գազանաբեկ: Ի մեռելոտիս անասնոց:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)