- λαθρηδόν
λαθρηδόν, dasselbe; Anyte 11 (VII, 202); vgl. B. A. 611, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθρηδόν, dasselbe; Anyte 11 (VII, 202); vgl. B. A. 611, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθρηδόν — (Α) επίρρ. λάθρα, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αγελη δόν, κεφαλη δόν)] … Dictionary of Greek
λαθρηδόν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek