- θαλπείω
θαλπείω, = ϑάλπω, E. M. 620, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλπείω, = ϑάλπω, E. M. 620, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλπείω — (Α) επικ. τ. αντί θόλπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού θάλπω για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek