θαμνῖτις

θαμνῖτις

θαμνῖτις, ιδος, ἡ, strauchartig, ῥάμνου τ' ἀσπαράγους ϑαμνίτιδος Nic. Ther. 883.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαμνίτις — θαμνῑτις, ιδος, ή (Α) [θάμνος] θαμνοειδής («θαμνῖτις ῥάμνος») …   Dictionary of Greek

  • θαμνίτιδος — θαμνί̱τιδος , θαμνῖτις shrubby fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”