λαμία

λαμία

λαμία, , oder λάμια, ein großer gefräßiger Meerfisch, σελάχη ἐστὶ βοῦς καὶ λάμια, Arist. H. A. 5, 5. 9, 37; VLL. (vgl. λάμνα). Uebertr., Gefräßigkeit. – Ueber das gespenstische Schreckbild für Kinder Λάμια vgl. nom. pr. Vgl. über den Accent Drac. 20, 21; Spitzner de vers. her. p. 30; Mein. Men. p. 145. – Rach Diogen. bei E. M. 555, 54 sind τὰ λάμια = χάσματα, s. λαμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λαμία — Λαμίᾱ , Λάμια a fabulous monster said to feed on man s flesh fem nom/voc/acc dual Λαμίᾱ , Λαμίης masc nom/voc/acc dual (doric) Λαμίᾱ , Λαμίης masc voc sg (attic doric) Λαμίᾱ , Λαμίης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαμίᾳ — Λαμίᾱͅ , Λάμια a fabulous monster said to feed on man s flesh fem dat sg (attic doric aeolic) Λαμίᾱͅ , Λαμίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάμια — a fabulous monster said to feed on man s flesh fem nom/voc sg Λαμίης masc voc sg (doric) Λαμίης masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμια — a fabulous monster said to feed on man s flesh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμια — Πόλη (46.406 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Φθιώτιδος, έδρα του δήμου Λαμιέων. Χτισμένη σε δύο λόφους στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της οροσειράς Όθρυος, αποτελεί σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο και κέντρο όλων των δραστηριοτήτων της περιοχής. Η Λ.… …   Dictionary of Greek

  • Λαμία — Sp Lamijà Ap Λαμία/Lamia L Ftiotidės nomo ir Vid. Graikijos adm. sr. centras …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • λάμια — η 1. μυθολογικό τέρας με γυναικεία μορφή, η δράκαινα. 2. μτφ., κακιά γυναίκα: Η πεθερά της είναι λάμια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λαμίας — Λαμίᾱς , Λάμια a fabulous monster said to feed on man s flesh fem acc pl Λαμίᾱς , Λάμια a fabulous monster said to feed on man s flesh fem gen sg (attic doric aeolic) Λαμίᾱς , Λαμίης masc acc pl (doric) Λαμίᾱς , Λαμίης masc nom sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάμι' — Λάμια , Λάμια a fabulous monster said to feed on man s flesh fem nom/voc sg Λάμιαι , Λάμια a fabulous monster said to feed on man s flesh fem nom/voc pl Λάμια , Λαμίης masc voc sg (doric) Λάμια , Λαμίης masc nom sg (epic doric) Λάμιαι , Λαμίης… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βελουχιώτης, Άρης — (Λαμία 1905 – 1945).Ψευδώνυμο του Θανάση Κλάρα, ενός από τους βασικούς πρωτεργάτες της Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής. Γεννήθηκε στη Λαμία και σπούδασε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και άλλαξε στη… …   Dictionary of Greek

  • Λαμί' — Λαμίᾱͅ , Λάμια a fabulous monster said to feed on man s flesh fem dat sg (attic doric aeolic) Λαμίᾱͅ , Λαμίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”