- θαμάκις
θαμάκις, oftmals, häufig, Pind. N. 10, 38 I. 1, 28; VLL. πολλάκις, πυκνῶς. Vgl. auch ϑαμινάκις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαμάκις, oftmals, häufig, Pind. N. 10, 38 I. 1, 28; VLL. πολλάκις, πυκνῶς. Vgl. auch ϑαμινάκις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαμάκις — (Α) επίρρ. συχνά, θαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πολλάκις)] … Dictionary of Greek
θαμάκις — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμάκι — θαμάκις poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
θαμά — (AM) επίρρ. συχνά («κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. θαμά, όπως εξάλλου τα επιρρήματα σε α (πρβλ. κάρτα, τάχα κ.ά.) προέρχεται από ένα ουδ. ουσ. σε η (το *θαμά, «μεγάλος αριθμός, πλήθος») και συνδέεται πιθ. με το θημ ών,… … Dictionary of Greek