- θανατ-ώδης
θανατ-ώδης, ες, tödtlich, den Tod anzeigend; Hippocr.; Ael. H. A. 7, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θανατ-ώδης, ες, tödtlich, den Tod anzeigend; Hippocr.; Ael. H. A. 7, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek