- θανατούσια
θανατούσια, τά, sc. ἱερά, das Todtenfest, Luc. V. H. 2, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θανατούσια, τά, sc. ἱερά, das Todtenfest, Luc. V. H. 2, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θανατούσια — θανατούσια, τὰ (Α) εορτή τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. θανατούσια, ενν. ιερά < θάνατος, κατά το γερουσία] … Dictionary of Greek
θανατούσια — a feast of the dead neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)