λαγώδιον

λαγώδιον

λαγώδιον, τό, dim. zu λαγώς, Häslein, Ar. Ach. 520; VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαγώδιον — λαγῴδιον, τὸ (Α) [λαγώς] λαγουδάκι …   Dictionary of Greek

  • λαγῴδιον — leveret neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγῳδίων — λαγῴδιον leveret neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγωδάριον — λαγωδάριον, τὸ (Α) [λαγώδιον] λαγουδάκι …   Dictionary of Greek

  • λαγωδίας — λαγωδίας, ὁ (Α) είδος πτηνού με δασύτριχα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώδιον + κατάλ. ίας*, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων] …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”