- λαγώειος
λαγώειος, vom Hafen, = λαγῷος; ἀϋτμή, Opp. Cyn. 1, 491; λόχμαι, 519; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγώειος, vom Hafen, = λαγῷος; ἀϋτμή, Opp. Cyn. 1, 491; λόχμαι, 519; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγώειος — λαγώειος, εία, ον (Α) [λαγώς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό … Dictionary of Greek
λαγωείης — λαγώειος of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγωείῃσι — λαγώειος of fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγώεια — λαγώειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek