- λαγήνιον
λαγήνιον, τό, dim. von λάγηνος, Fläschchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγήνιον, τό, dim. von λάγηνος, Fläschchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγήνι — και λαγύνι και λαήνι, το (AM λαγήνιον, Α και λαγύνιον, Μ και λαγήνιν) νεοελλ. μσν. δοχείο πήλινο, γυάλινο ή και μετάλλινο για τοποθέτηση υγρών και ιδίως νερού, υδρία, στάμνα μσν. μονάδα μέτρησης υγρών αρχ. (υποκορ. τού λάγηνος) μικρό δοχείο,… … Dictionary of Greek