- λαγώ-χειλος
λαγώ-χειλος, mit Hasenlippen, mit einer Hasenscharte, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγώ-χειλος, mit Hasenlippen, mit einer Hasenscharte, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεράσχειλος — κεράσχειλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κεράσχειλοι, οἱ ἐπικαμπῆ ἔχοντες τὰ χείλη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + χειλος (< χεῑλος), πρβλ. λαγώ χειλος, ονό χειλος] … Dictionary of Greek
κοκκινοπλουμόχειλος — κοκκινοπλουμόχειλος, η, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία κόκκινα χείλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + * πλουμόχειλος (< πλουμί «στολίδι» + χειλος < χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, λεπτό χειλος] … Dictionary of Greek
κωθωνόχειλος — κωθωνόχειλος, ον (Α) (για κύλικα) αυτός που έχει χείλη όμοια με εκείνα τού κώθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. κώθων + χειλος (< χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, παχύ χειλος] … Dictionary of Greek