λαγίδιον

λαγίδιον

λαγίδιον, τό, dim. von λαγώς, Häslein, M. Ant. 10, 10; Poll. 5, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαγίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγίδια — λαγίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγίδιο — το (Α λαγίδιον) [λαγώς] μικρός σε μέγεθος ή και σε ηλικία λαγός, λαγουδάκι νεοελλ. επιστημονική ονομασία τρωκτικού παρόμοιου με το σινσιλά, γνωστού και ως βισκάτσα τών βουνών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”