- λαγάρωσις
λαγάρωσις, ἡ, = λαγαρότης, im Verse, Eust. 1103, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγάρωσις, ἡ, = λαγαρότης, im Verse, Eust. 1103, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγάρωσις — λαγάρωσις, ἡ (Α) [λαγαρούμαι] (για στίχο) λαγαρότητα, χαλαρότητα, ατονία, λόγω υπάρξεως βραχείας αντί μακράς συλλαβής στο μέσον τού στίχου … Dictionary of Greek
λαγαρώσεως — λαγαρώσεω̆ς , λαγάρωσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)