- λαγο-θήρας
λαγο-θήρας, ὁ, Hasenjäger, Leon. Tar. 17 (IX, 337) im voc. λαγόϑηρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγο-θήρας, ὁ, Hasenjäger, Leon. Tar. 17 (IX, 337) im voc. λαγόϑηρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυοθήρας — ἰχθυοθήρας, ὁ (Α) αυτός που κυνηγά ψάρια, αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λαγο θήρας, ορνιθο θήρας] … Dictionary of Greek